-
1 ἁλμυρός
A salt, briny, Hom. only in Od., and always in phrase ἁ. ὕδωρ salt sea-water, 4.511, etc.; , Alc.26;θάλασσα Sapph.Supp.25.10
;καθ' ἁ. ἅλα Epich.53
, E.Tr.76;βένθεα Pi.O.7.57
; ποταμός, of the Hellespont, Hdt.7.35.2 in Prose, of taste, salt,γίνεται τὸ στόμα ἁ. Hp.
Acut.(Sp.)44;ὄψα ἀ. X.Cyr.6.2.31
, cf. Hp.Vict.1.56; s.v.l.; of drinking-water, brackish, Th.4.26; ofsoil, Thphr. CP6.10.1, LXX Je.17.6; opp. μῶρος (insipid), Com.Adesp.596.3 metaph., bitter, distasteful,γειτόνημα Alcm.116
, cf. Pl.Lg. 705a; ;λόγοι Ath.3.121e
; ἁλμυρὰ κλαίειν weep bitterly, Theoc.23.34;ἁλμυρὸν καταπτύσαι Cerc.19.37
.b piquant,ἁ. καὶ δριμύ Plu.2.685e
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἁλμυρός
-
2 πικρός
II generally, sharp to the sense:1 of taste, pungent,ῥίζα Il.11.846
;ἅλμη Od.5.323
; δάκρυον (v.l. for πυκνόν) 4.153; of salt water, opp. γλυκύς, Hdt.4.52, cf. 7.35; ἁλμυρὸς καὶ π. Pl.Lg. 705a; πριγλία π. PCair.Zen.82.8 (iii B.C.);ἀπ' ὄμφακος πικρᾶς A.Ag. 970
; ὑγρότης π., opp. ὀξεῖα, Meno Iatr.5.13; also of smell, pungent, Od.4.406;πικρὸν ὀδωδώς Alciphr. 3.59
. (This sense prevails in the derived and compd. words.)2 of feeling, sharp, keen,ὠδῖνες Il.11.271
, S.Tr.41.3 of sound, piercing, shrill, (lyr.); ; γόοι, ὄδυρμα, E.Ph. 883, Tr. 1227 (lyr.);πικροτάτη ὄψ Ar. Pax 805
(lyr.).III metaph.,1 of things, bitter, esp. of what yields pain instead of expected pleasure, freq. in threats, μὴ τάχα πικρὴν Αἴγυπτον καὶ Κύπρον ἵκηαι (v.l. ἴδηαι) Od.17.448, cf. Ar.Av. 1045, Th. 883 (lyr.), E.Med. 399, IA 955, Ba. 357, Cyc. 589;π. Σίγειον κατηγόμην S.Ph. 355
;τὸ πὰρ δίκαν γλυκὺ πικροτάτα μένει τελευτά Pi.I.7(6).48
, cf. A.Ag. 745 (lyr.) ; τιμωρία, ἀγῶνες, Id.Pers. 473, S.Aj. 1239 ; δύαι, χεῖμα, A.Pr. 180 (lyr.), Ag. 198 (lyr.) ;πικρότερ' ἀχέων Id.Supp. 875
(lyr.); ;πικροτάτου χρυσοῦ φύλαξ Id.Hec. 772
; ;ἔχει τι τὸ π. τῆς γεωργίας γλυκύ Men.795
: c. inf.,μὴ λίαν πικρὸν εἰπεῖν ᾖ D.1.26
.2 so of persons, prob. in Sapph.Supp.4.1 ([comp] Comp.) ;γλυκὺν ὧδε φίλοις ἐχθροῖσι δὲ π. Sol.13.5
, cf. Thgn.301, A.Ch. 234, Eu. 152 (lyr.), etc. ;ἔς τινας Hdt.1.123
: abs., A.Pr. 739, Th940(lyr.); π. θεοῖς hateful to them, S.Ph. 254;π. πολίταις E.Med. 224
, cf. Supp. 1222 ; ἐμοὶ π. τέθνηκεν ἢ κείνοις γλυκύς his death is matter of sorrow to me, S.Aj. 966 ; δαίμων π., of untimely death (Lat. acerbus), IG3.1338.4 relentless, ; spiteful, mean, vindictive,βάσκανον καὶ πικρὸν καὶ κακόηθες οὐδέν ἐστι πολίτευμα ἐμόν D.18.108
;π. καὶ συκοφάντης Id.25.45
, cf. Arist.Rh. 1368b21, EN 1126a19 : in Com. of old men,σκυθρός, π., φειδωλός Men.10
, cf. 825, 843, Georg.Fr.3. Adv. - ρῶς pedantically, D.H.Lys.6; with rigid accuracy, Apollon.Cit.3, Plu.2.659f.IV Adv. - ρῶς harshly, bitterly, vindictively, A.Pr. 197, S.OC 990 ;π. ἐξετάσαι D.2.27
, 18.265 ; π. ἔχειν τισί, πρός τινας, Id.10.54, Ep.3.10 ; , cf. Andr. 190;ἔκλαυσε π. Ev.Matt.26.75
: [comp] Comp. , etc.: [comp] Sup.- ότατα Plb.1.72.3
. [[pron. full] ῑ in Hom. and [dialect] Ep.; [pron. full] ῐ freq. in Trag., as A.Pers. 473, Ag. 970, S.Aj. 500, E. Hec. 772, and in Theoc.8.74 : ι therefore is not long by nature as in μικρός.] -
3 πλατύς 2
πλατύς 2.Grammatical information: adj.Origin: GR [a formation built with Greek elements]Etymology: Without doubt from πλατὺς Έλλήσποντος (Hom.; cf. A. Pers. 875) through misunderstanding arisen, as the `broad H.' was interpreted as the `salty H.' The epitheton ornans `broad' seemd for a straight little fitting. In Hdt. 7, 35 the Hellespont is characterized as " θολερός τε καὶ ἁλμυρὸς ποταμός". Heubeck Glotta 37, 258 ff. with Passow, Pape a.o. -- In this way the connection with Skt. paṭú- `sharp, stinging' (s. Bq) falls; cf. Mayrhofer s. v. w. lit., also Bibl.Orient. 18, 22.Page in Frisk: 2,554-555Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πλατύς 2
См. также в других словарях:
αλμυρός — αλμυρός, ή, ό και αρμυρός, ή, ό 1. αυτός που έχει πολύ αλάτι: Το φαγητό είναι πολύ αλμυρό. 2. μτφ., ακριβός, δαπανηρός: Έχει καλά πράγματα, αλλά οι τιμές του είναι αλμυρές. 3. το ουδ. ως ουσ., το αλμυρό το αλίπαστο: Έφαγα αλμυρά και δε χορταίνω… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλμυρός — I Κωμόπολη (υψόμ. 60 μ., 7.566 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αλμυρού του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αλμυρού. Ο σημερινός Α., που ιδρύθηκε τον 13ο αι., είναι ομώνυμος του παλαιότερου οικισμού που είχε δημιουργηθεί τον 9ο αι. μ.Χ.,… … Dictionary of Greek
υφαλυκός — και ύφαλικός, ή, όν, Α ο κάπως αλμυρός, υφάλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλυκός / ἁλικός «αλμυρός»] … Dictionary of Greek
αλμυρόγλυκος — και αρμυρόγλυκος, η, ο αυτός που έχει γεύση αλμυρή και γλυκιά μαζί, ο αρμυρόγλυφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός + γλυκός] … Dictionary of Greek
αλμυρόπικρος — και αρμυρόπικρος η, ο αυτός που έχει γεύση αλμυρή και πικρή μαζί, ο πικράλμυρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλμυρός + πικρός] … Dictionary of Greek
σάλτσα — και σάρτσα, η, Ν 1. μίγμα θρεπτικών ουσιών υγρής ή ημίρρευστης σύστασης με αρτυματικά, τομάτα, μανιτάρια, λιπαρά συστατικά, κρασί και ενδεχομένως τυρί ή γάλα, με το οποίο περιχύνονται φαγητά ή προστίθεται σε αυτά κατά το μαγείρεμα για να γίνουν… … Dictionary of Greek
αλμύρα — και αρμύρα, η [αλμυρός] 1. αλμυρή ή υφάλμυρη γεύση, αλμυρότητα, αλμυράδα 2. λεπτό επίστρωμα αλατιού που απομένει από την επαφή με τη θάλασσα 3. πολύ ακριβός, πανάκριβος … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πλατύς — (I) ιά, ύ, θηλ., και εία / πλατύς, εῑα, ύ, ΝΜΑ, ιων. τ. θηλ. πλατέα Α αυτός που έχει πλάτος σχετικά μεγάλο, ευρύς, φαρδύς νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου η σκέψη αγκαλιάζει ευρείες περιοχές τού πνεύματος, που μπορεί να εξετάσει… … Dictionary of Greek
-υρός — μόρφημα τής Αρχαίας Ελληνικής με υγρό σύμφωνο ρ και φωνηεντισμό υ από θέματα με χαρακτήρα υ (πρβλ. γλάφυ: γλαφ υ ρός, λιγύς: λιγ υ ρός). Το μόρφημα συνδέεται με τα: αρός, ερός*, ηρός και ανάγεται στην Ινδοευρωπαϊκή. Εν αντιθέσει, ωστόσο, με τα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek